- αδιαμέτρητος
- -η, -ο [διαμετρώ]αυτός που δεν καταμετρήθηκε ή που, εξαιτίας τού μεγέθους του, δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ανυπολόγιστος, άπειρος, αχανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαμέτρητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί: Ακόμη και σήμερα το Σύμπαν είναι αδιαμέτρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)